μητροκτονία

μητροκτονία
η
το να σκοτώσει κανείς τη μητέρα του: Έγινε άγριο έγκλημα μητροκτονίας από ανήλικο γιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μητροκτονία — μητροκτονίᾱ , μητροκτονία matricide fem nom/voc/acc dual μητροκτονίᾱ , μητροκτονία matricide fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτονία — η (Α μητροκτονία) [μητροκτόνος] η πράξη τού μητροκτόνου, ο φόνος τής μητέρας από το ίδιο το παιδί της («τὴν Ὀρέστου μητροκτονίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • μητροκτονίας — μητροκτονίᾱς , μητροκτονία matricide fem acc pl μητροκτονίᾱς , μητροκτονία matricide fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτονίαι — μητροκτονίᾱͅ , μητροκτονία matricide fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτονίαν — μητροκτονίᾱν , μητροκτονία matricide fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • μητροκτόνος — ο (Α μητροκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη μητέρα του, ο μητραλοίας αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητροκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κτονος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μητροφονία — η μητροκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μητροφόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Κυπριανό] …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ορεσθάσιον — Αρχαία πόλη της Ορεστίδας, στην Αρκαδία, που σύμφωνα με την παράδοση πήρε την ονομασία της από τον ιδρυτή της, Ορεσθέα, γιο του Λυκάονα. Η νεότερη ονομασία της, Ορέστειον, οφείλεται στον γιο του Αγαμέμνονα, Ορέστη, που είχε περιπλανηθεί στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”